Διαβάζοντας τα κεφάλαια 1, 2 και 31 του μυθιστορήματος ''Ο πύργος του Γενοβέζου"
Το νησί βρίσκεται υπό γενοβέζικη κυριαρχία
Κεφάλαιο 1
οργά, αποφασιστικά, αντρικά βήματα ακούστηκαν
Γ
έξω από το επιβλητικό αρχοντικό στον Κάμπο. Ένας υπηρέτης άνοιξε τη βαριά τοξωτή εξωτερική θύρα και υποκλίθηκε με σεβασμό μόλις είδε τον Μάρκο. «Ήρθε ο αφέντης», ήταν ο ψίθυρος που ακουγόταν από την αυλή ως το μαγειρείο και τα δωμάτια των υπηρετών. Σούσουρο και ετοιμασίες ανθρώπων που προσπαθούσαν να κάνουν την καλύτερη των εντυπώσεων είχαν αναστατώσει όλο το κτίριο.
«Επέστρεψε ο γιος μου επιτέλους;» ακούστηκε η κραυγή της Ζωής, η οποία αντίθετα με τους ήρεμους τρόπους της αρχόντισσας που τη χαρακτήριζαν συνήθως, όταν έβλεπε το παιδί της μετά από πολύμηνο ταξίδι γινόταν άλλος άνθρωπος. Έτρεξε σαν τρελή και μην μπορώντας να συγκρατήσει τη χαρά της, έπεσε πάνω στον γιο της για να τον αγκαλιάσει. «Επιτέλους γύρισες, παιδί μου».
Ο Μάρκος την αγκάλιασε κι αυτός, έχοντας στα χείλη του ένα ελαφρό μειδίαμα. «Για δουλειές είχα πάει, μάνα, κι όχι στον πόλεμο, οπότε δε χρειάζεται να κάνεις έτσι», είπε και προσπάθησε να απελευθερωθεί από τη μέγγενη της αγκαλιάς της που τον έσφιγγε ακόμα.
Ευαγγελία Λιβανού
«Μα είναι πάντα τόσο επικίνδυνες οι θάλασσες με τόσους πειρατές να καραδοκούν», μουρμούρισε η γυναίκα και σταυροκοπήθηκε που ο γιος της γύρισε ασφαλής. Πράγματι, η Μεσόγειος ήταν μια ταραγμένη περιοχή. Οθωμανοί, Σαρακηνοί και κάθε είδους και προέλευσης πειρατές πραγματοποιούσαν επιθέσεις σε πλοία και παραθαλάσσιους οικισμούς στα νησιά και τα ηπειρωτικά. Ένα ταξίδι μπορούσε ακόμα και να αποβεί μοιραίο.
Ο Μάρκος έβαλε τα χέρια στη μέση. «Για αυτό σκληραγωγήθηκα από μικρός, παρά τις διαμαρτυρίες σου. Για να είμαι έτοιμος να αντιμετωπίσω τα πάντα».
Πράγματι, θα μπορούσε να ζει διαφορετικά. Ο πατέρας του προερχόταν από μια από τις ισχυρότερες γενοβέζικες οικογένειες του νησιού. Οι ρίζες της οικογένειας Ρονταρτζέντι-Ιουστινιάνι' χάνονταν στα βάθη των αιώνων· κατείχαν τίτλο ευγενείας και οικόσημο που στεκόταν περήφανο πάνω από την τεράστια, επιβλητική πόρτα του πύργου. Η μητέρα του ήταν Ορθόδοξη Ρωμιά και προερχόταν από τις αριστοκρατικές ντόπιες οικογένειες της Χίου. Οι μεικτοί γάμοι μεταξύ Χιωτών αριστοκρατών και Γενοβέζων ευγενών είχαν βρει πλήρη εφαρμογή στην οικογένειά του -όπως και σε άλλες οικογένειες του νησιού και είχαν σαν αποτέλεσμα απογόνους σαν τον Μάρκο, που ήταν περισσότερο Ρωμιός παρά Γενοβέζος. Η οικογένειά του είχε χρήματα τόσο από την ενασχόληση με τη ναυτιλία και το εμπόριο, όσο και από τα κέρδη που αποκόμιζαν ως μεγαλογαιοκτήμονες και εκείνος, ως ο μοναδικός απόγονος, θα κληρονομούσε τα πάντα. Ωστόσο,
1 Τον 14ο αιώνα οι Μαονίτες (Γενοβέζοι μέτοχοι της Μαόνα) υιοθέτησαν από κοινού το επώνυμο Ιουστινιάνι. Το επώνυμο Ρονταρτζέντι είναι φανταστικό. Η Μαόνα ήταν μετοχική εταιρία στην οποία είχε παραχωρηθεί η εκμετάλλευση της Χίου. Η εταιρία κατείχε και το μονοπώλιο της μαστίχας.
7
8
Ο πύργος του Γενοβέζου
ποτέ δεν του άρεσε η τρυφηλή ζωή και η ατέλειωτη οκνηρία, όπως σε άλλους ευγενείς της τάξης του. Από μικρός, δεν έμαθε απλώς να επιβλέπει τα κτήματα, αλλά ήξερε πώς γίνονταν οι αγροτικές εργασίες. Δε δίσταζε να πιάσει τα αγροτικά εργαλεία και να δοκιμάσει τη χρήση τους, ενώ μάθαινε να πολεμά και να αμύνεται σε περίπτωση που δεχόταν επίθεση. Οι πιο γεροδεμένοι εργάτες έγιναν δάσκαλοί του και ο πατέρας του καμάρωνε πως σε περίπτωση που ο γιος του πέσει σε ενέδρα πειρατών, δε θα είναι εύκολος αντίπαλος.
Όταν ήταν μικρός, η μητέρα του ανησυχούσε πως τον ταλαιπωρούσαν υπερβολικά. Αλλά τώρα που τον έβλεπε πως είχε γίνει ένας άντρας μυώδης και δυνατός, καμάρωνε κι εκείνη. Με μαύρα μαλλιά, δέρμα λευκό αλλά όχι χλομό, που έπαιρνε μια σταρένια απόχρωση όταν είχε εκτεθεί πολύ στον ήλιο, μάτια ανοιχτά καστανά που στο φως έπαιρναν μια κεχριμπαρένια απόχρωση και έντονα αρρενωπά χαρακτηριστικά, ήταν ένας άντρας που θα ήταν ελκυστικός ακόμα κι αν δεν ανήκε στην αριστοκρατική τάξη. Ήταν όμορφος, αλλά κυρίως ήταν η αρρενωπότητα και το αντρικό παρουσιαστικό του που επισκίαζε όλα τα άλλα.
«Πώς είναι ο πατέρας;» ρώτησε τη μητέρα του με εμφανή ανησυχία. Ο Λεονάρντο ήταν πια ηλικιωμένος και είχε δυσκολία στην κίνηση. Συχνά οι πόνοι στις αρθρώσεις τον κρατούσαν καθηλωμένο στο κρεβάτι για μέρες και η ανελέη τη υγρασία του νησιού έκανε το πρόβλημα ακόμη πιο έντονο. «Τώρα που γύρισες, νιώθω καλύτερα», ακούστηκε η φωνή του ηλικιωμένου που άνοιξε με δυσκολία την πόρτα και έπε- σε κι αυτός επάνω στον γιο του να τον αγκαλιάσει. Δεν τον είχε συνηθίσει σε τέτοιες εκδηλώσεις αγάπης, μιας και ο πατέρας του ήταν πάντα αρκετά συγκρατημένος. Μόνο όταν ο μοναχογιός του επέστρεφε μετά από πολύμηνα ταξίδια, άφη-
νε ο Λεονάρντο τα συναισθήματά του να φανούν. Πλησίασε να χαιρετήσει τον πατέρα του, κι ο ηλικιωμένος Γενοβέζος τον χτύπησε φιλικά στον ώμο.
«Πώς ήταν το ταξίδι σου;» ρώτησε τον γιο του, ο οποίος αποκρίθηκε ικανοποιημένος:
«Κερδοφόρο, αν και φαντάζομαι ποτέ δε θα δούμε τα κέρδη των προγόνων μας».
Η κατάληψη πολλών νησιών του Αιγαίου από τους Οθωμανούς και ο μακροχρόνιος ανταγωνισμός με την έτερη ναυτική δύναμη, τη Βενετία, είχαν αποδυναμώσει τους Γενοβέζους και μειώσει τα κέρδη τους. Ωστόσο η ζωή τους παρέμενε άνετη και πλούσια, ενώ τα αρχοντικά-πύργοι στον Κάμπο, όπου διέμεναν, είχαν τόση μεγαλοπρέπεια, όση δε θα μπορούσαν ούτε να φανταστούν οι φτωχοί αγρότες της Χίου.
«Έχουμε τόσο πλούτο, που μπορείς να ζήσεις άνετα εσύ, τα παιδιά σου και τα εγγόνια σου. Αν αποφασίσεις βέβαια να διαλέξεις επιτέλους σύζυγο», γκρίνιαξε ο Λεονάρντο στον γιο του και η Ζωή, κοιτώντας τα πρόσωπα και των δύο, είδε την μπόρα να έρχεται. Το θέμα πάντα προξενούσε καβγάδες στην οικογένεια. «Χτίσαμε σπίτι δίπλα, για να μείνουμε εκεί με τη μητέρα σου και να έχεις όλο το αρχοντικό δικό σου όταν κάνεις τη δική σου οικογένεια. Πότε σκοπεύεις να νυμφευτείς; Στην ηλικία σου οι περισσότεροι το έχουν κάνει».
Δίπλα στο μεγάλο αρχοντικό, πράγματι υπήρχε ένα μικρότερο αλλά πολύ όμορφο πέτρινο κτίσμα, όπου ο Λεονάρντο και η Ζωή σκόπευαν να μείνουν μετά τον γάμο του γιου τους. «Μπορείτε να πάτε και τώρα να μείνετε εκεί με τη μητέρα, αν θέλετε. Θα έχω τον πύργο για τον εαυτό μου», αντέτεινε ο Μάρκος μειδιώντας.
Αλλά ο Λεονάρντο δε γέλασε και δεν πτοήθηκε.
«Θα κλείσεις τα τριάντα σύντομα», είπε στον γιο του. «Αν
9
10
Ο πύργος του Γενοβέζου
δεν μπορείς να διαλέξεις μόνος σου, μπορούμε να φροντίσουμε εμείς. Εξάλλου, εγώ είδα τη μητέρα σου πρώτη φορά στην εκκλησία. Τον γάμο τον κανόνισαν οι γονείς μας. Αν δεν μπορείς να διαλέξεις μόνος σου, καλύτερα να το κάνουμε εμείς για σένα. Πολλές οικογένειες κάνουν το ίδιο, δε θα είναι κάτι πρωτόγνωρο».
Το πρόσωπο του Μάρκου σκοτείνιασε. Τα μάτια του έμοιαζαν πιο σκούρα από ποτέ και τα χείλη του ήταν σφιγμένα όπως οι γροθιές του.
«Δοκίμασε αν τολμάς!» είπε στον πατέρα του κοιτώντας τον άγρια. «Μόνο που σε αυτή την περίπτωση όχι μόνο δε θα με δει ποτέ η νύφη, αλλά δε θα με ξαναδείτε ούτε εσείς. Θα ταξιδέψω με τα καράβια που σαλπάρουν για την ανακάλυψη νέων τόπων και δε θα επιστρέψω στη Χίο ποτέ».
Η απειλή δεν ήταν καινούργια. Η Ευρώπη ζούσε τον πυρετό των ανακαλύψεων και τα ταξίδια προς τον Νέο Κόσμο ασκούσαν μια ακατανίκητη έλξη σε νέους φιλοπερίεργους και ενίοτε τυχοδιώκτες που ήταν πρόθυμοι να πάρουν μέρος σε αυτά. Μάλιστα, τον δρόμο είχε ανοίξει ένας Γενοβέζος εξερευνητής, ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο οποίος είχε περάσει και από τη Χίο. Κάθε φόρα που ο Μάρκος εκστόμιζε μια τέτοια απειλή, η μητέρα του χλόμιαζε.
Η Ζωή ακολούθησε τον γιο της, που βγήκε από το δωμάτιο χωρίς να ρίξει δεύτερη ματιά στον πατέρα του και χτυπώντας την πόρτα με δύναμη.
«Παιδί μου, θέλεις να με πεθάνεις; Πώς μπορείς να λες τέτοια πράγματα;»
«Πώς μπορεί ο πατέρας να με απειλεί με γάμο με μια άγνωστη;»
«Η ανησυχία μας είναι να μη μείνεις μόνος σου στον κόσμο όταν εμείς φύγουμε», είπε θλιμμένα η Ζωή. «Τα πλού
Ευαγγελία Λιβανού
τη και οι ανέσεις δεν μπορούν να απαλύνουν τη μοναξιά. Χρειάζεσαι μια γυναίκα δίπλα σου».
«Όσο γι' αυτό, δε χρειάζεται να ανησυχείς, μάνα! Έχω μπόλικες γυναίκες δίπλα μου», απάντησε περιπαικτικά ο Μάρκος. Δεν έλεγε ψέματα. Είχε ερωμένες στη Γένοβα, όπως και σε άλλα λιμάνια. Γυναίκες που δεν έκαναν για σύζυγοι και ζέσταιναν το κρεβάτι του, ενώ άφηναν την καρδιά του πιο παγωμένη κι από κρύα νύχτα του χειμώνα. Κατά βάθος η μάνα του είχε δίκιο κι εκείνος το ήξερε.
«Πάψε να ζεις στην αμαρτία», του αντιγύρισε θλιμμένη. «Πρέπει να αλλάξεις ζωή, για σένα πρώτα από όλα. Κάποια στιγμή τα βάρη της αμαρτίας γίνονται ασήκωτα στην ψυχή». Ήταν η σειρά της να φύγει και να τον αφήσει να σκεφτεί.
11
Κεφάλαιο 2
Π
άντα ήθελε να βλέπει τη θάλασσα η Σοφία. Ήταν κρίμα να ζει σε νησί και παρ' όλα αυτά να είναι τόσο
δύσκολο να απολαύσει ένα κομμάτι του ατέλειωτου μπλε. Ανέκαθεν η θέα της θάλασσας τη μάγευε. Την έκανε να ταξιδεύει νοερά σε τόπους γοητευτικούς κι ανεξερεύνητους, για τους οποίους δεν ήξερε αν ήταν καθαρά κομμάτι της καλπάζουσας φαντασίας της ή αν υπήρχαν πραγματικά, μια και οι τόσες ιστορίες που είχε ακούσει από Χιώτες ναυτικούς κι από τα παραμύθια της γιαγιάς της έκαναν αυτά τα μέρη τόσο αληθοφανή. Άλλοτε ανοιχτή γαλάζια, άλλοτε διάφορες απο- χρώσεις του γκρι με λευκούς κυματισμούς κι άλλοτε σκούρα μπλε, η θάλασσα είχε κι αυτή τις διαθέσεις της. Έμοιαζε πότε να σε προσκαλεί να πλεύσεις πάνω στα ελαφρά κύματα, που έμοιαζαν να χαϊδεύουν τα καράβια, κι άλλοτε να θέλει να προκαλέσει δέος, με τις φουρτούνες και την αντάρα της που μπορούσαν να στοιχίσουν τη ζωή άτυχων ναυτικών.
Δεν μπορούσε να δει τη θάλασσα από το χωριό της. Όπως και τα άλλα χωριά της νότιας Χίου, είχε τη μορφή φρουρίου, ενός οχυρωμένου οικισμού αθέατου από τη θάλασσα, με σκοπό να προστατεύεται από επιθέσεις πειρατών. Μόνο από
Ευαγγελία Λιβανού
την κορυφή του κεντρικού αμυντικού πύργου φαινόταν η θάλασσα, με σκοπό να ειδοποιούνται οι κάτοικοι σε ενδεχόμενη πειρατική εισβολή. Τα πέτρινα σοκάκια ήταν στενά, σκοτεινά, πνιγηρά και ανήλιαγα και έμοιαζαν με έναν ατέλειωτο λαβύρινθο, με σκοπό να παγιδεύεται ένας πιθανός εισβολέας. Υπήρχε όμως κι άλλος λόγος. Να εμποδίζεται μια πιθανή εξέγερση των κατοίκων ενάντια στους Γενοβέζους κατακτητές.
Στο κέντρο του χωριού, στο μόνο σημείο όπου υπήρχε περισσότερη άπλα, βρισκόταν η μικρή πλατεία με την εκκλησία. Μετά τον εκκλησιασμό της Κυριακής, οι κάτοικοι είχαν την ευκαιρία να ανταλλάξουν τα νέα, τις στεναχώριες, τις χαρές και τις ανησυχίες τους. Εκεί η Σοφία με τη μητέρα της και τους δύο μικρότερους αδερφούς της συναντούσαν συγχωριανούς, συγγενείς και φίλους.
Κάποιες φορές ερχόταν και ο θείος Γιάννης, ο αδερφός της μητέρας της, για να παρακολουθήσει την κυριακάτικη λειτουργία. Δυστυχώς όμως, αυτό δεν ήταν πάντα εφικτό. Ο εθισμός του στο αλκοόλ δεν ήταν εύκολο να κρυφτεί και ήδη προκαλούσε προβλήματα στην εργασία του στα μαστιχόδεντρα. Η κυρα-Ειρήνη, η μητέρα της Σοφίας, ανησυχούσε πολύ. Ήταν χήρα με τρία παιδιά και ο μόνος άντρας που θα μπορούσε να είναι ο προστάτης της οικογένειας ήταν ο αδερφός της, ο Γιάννης. Δεν είχε παντρευτεί ποτέ και για εκείνον η αδερφή του και τα παιδιά της ήταν η μόνη του οικογένεια. Τους αγαπούσε, αλλά ούτε για αυτούς δεν μπορούσε να κόψει το ποτό. Κάθε φορά ορκιζόταν πως θα σταματούσε, αλλά πάντα ξανακυλούσε. Τα έσοδα της οικογένειας ήταν λιγοστά. Αλλά η τραγική ειρωνεία ήταν άλλη. Τόσο η κυρα-Ειρήνη όσο κι ο συχωρεμένος ο άντρας της προέρχονταν από παλιές αριστοκρατικές οικογένειες του νησιού. Κάποτε οι πρόγονοί τους είχαν χρήματα, τα οποία με λάθος κινήσεις χάθηκαν σχε
13
14
Ο πύργος του Γενοβέζου
δόν όλα. Ο Γιάννης αναγκαζόταν να δουλεύει στα χωράφια, ενώ κάποτε οι πρόγονοί του ήταν γαιοκτήμονες. Η προίκα που έμενε για να δοθεί στη Σοφία όταν θα παντρευόταν ήταν ελάχιστη.
Παρ' όλα αυτά, ήταν φανερό πως δε θα της έλειπαν οι προτάσεις γάμου. Η λυγερόκορμη Σόφια ήταν το ομορφότερο κορίτσι του χωριού. Τα μεγάλα πράσινα μάτια της είχαν ήδη κάψει καρδιές και πολλές μανάδες νεαρών είχαν αρχίσει να κάνουν νύξεις στην Ειρήνη για την κόρη της. Το κορίτσι θα γινόταν σε λίγο δεκαεννέα και κάθε φορά ομόρφαινε περισσότερο. Ήταν ευγενική, με άψογους τρόπους και θηλυκότητα που την έκανε να ξεχωρίζει. Όμως κανένας από τους νεαρούς του χωριού δεν έμοιαζε να την ελκύει. Οι γείτονες έλεγαν στην Ειρήνη πως έπρεπε να βιαστεί να παντρέψει την κόρη της, όχι μόνο γιατί έτσι θα είχαν ένα στόμα λιγότερο να θρέφουν στην οικογένεια αλλά και για προστασία. Το κορίτσι ήταν ορφανό από πατέρα, ενώ τα δύο μικρότερα αδέρφια της, ο Γιωργής κι ο Στεφανής, ήταν μόλις δώδεκα και έντεκα ετών.
«Αν την εμπιστευτείς σε αντρικά χέρια, θα είσαι πιο ήσυχη», έλεγε στην Ειρήνη μια γειτόνισσα που της προξένευε τον ανιψιό της. «Ο Παύλος μου είναι καλό παιδί και θα την πρόσεχε σαν τα μάτια του τη Σοφία σου. Τον έχω σαν γιο μου και ξέρω τα εσώψυχα του. Χτυπά η καρδιά του για το κορίτσι
σου».
Όμως η Ειρήνη έβλεπε πως η κόρη της δεν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για κανέναν. Ήταν το πρώτο της παιδί και το μοναδικό κορίτσι και δεν επρόκειτο να το δώσει σε κάποιον για τον οποίον δε θα ήταν σίγουρη πως τον ήθελε. Η μοίρα των γυναικών όταν παντρεύονταν ήταν να εξαρτώνται από τη θέληση των συζύγων τους. Κάποιες έφευγαν σε μακρινά χωριά και έκαναν χρόνια να τις ξαναδούν οι συγγενείς τους.
Ευαγγελία Λιβανού
Μερικές γίνονταν ευτυχισμένες, ενώ άλλες κακοπερνούσαν. Και η Σοφία ήταν τόσο αθώα και τόσο ονειροπόλα, που η Ειρήνη φοβόταν. Το κορίτσι έμοιαζε να κάνει όνειρα ανεδαφικά και να ονειρεύεται μια μεγάλη αγάπη σαν αυτές που έβρισκαν οι ηρωίδες των παραμυθιών που της διηγούταν η γιαγιά της. Μάταια η Ειρήνη προσπαθούσε να της εξηγήσει πως συχνά η πραγματικότητα είναι πολύ πιο πεζή. Η κοπέλα περίμενε κάποιον σαν τους ιππότες των παραμυθιών. Κάποιον που ίσως δεν υπήρχε στον αληθινό κόσμο.
15
Κεφάλαιο 31
Μόλις το βαπόρι έδεσε στο λιμάνι, ο Παύλος δε βιάστηκε να κατέβει. Πρώτη φορά του συνέβαινε
αυτό. Άφησε τους υπόλοιπους να τον προσπεράσουν και βγήκε τελευταίος με βαριά βήματα, σχεδόν σέρνοντας τα πόδια του. Άλλοτε, όταν έφτανε στην πατρίδα του, σχεδόν κουτρουβαλούσε στην προσπάθειά του να πατήσει πρώτος στα αγαπημένα χώματα της χιώτικης γης. Όμως τώρα τον βάραινε ένα καθήκον που έμοιαζε ασήκωτο. Αν και ποτέ στη ζωή του δεν ήταν ευθυνόφοβος, αυτή τη φορά ευχόταν να μπορούσε να αναθέσει σε οποιονδήποτε άλλον αυτό που εκείνος είχε αναλάβει να φέρει εις πέρας. Πώς θα άντεχε να πάει σε τόσες οικογένειες ως αγγελιοφόρος θανάτου; Πώς θα έλεγε σε ανυποψίαστους ανθρώπους πως οι δικοί τους χάθηκαν στα θεόρατα κύματα της Κορσικής; Πώς θα άκουγε το κλάμα και τους οδυρμούς όσων θα κατέρρεαν στο άκουσμα του ζοφερού μαντάτου;
Από μικρός ο Παύλος είχε κάνει διάφορες δουλειές για να επιβιώσει. Ορφανός από μάνα και πατέρα, έπρεπε να βρει χρήματα για να συντηρήσει τον εαυτό του και τη μικρή του αδερφή. Μοναδική του συγγενής μια θεία που ήταν μεγά
186
Ο πύργος του Γενοβέζου
λη και χήρα. Τα παιδιά της είχαν πια δικές τους οικογένειες. Εκείνη αφοσιώθηκε στο να αναθρέψει όπως μπορούσε τον Παύλο και την αδερφή του. Όμως ο Παύλος διψούσε να πάρει πάνω του σαν άντρας την ευθύνη του εαυτού του και της αδερφής του. Μόλις έμαθε πως η θάλασσα, παρά τις δυσκολίες, προσέφερε αξιοπρεπή διαβίωση για όποιον τολμούσε να βιοποριστεί μέσω εκείνης, αποφάσισε να το τολμήσει. Στην αρχή φοβόταν πολύ! Ήταν μικρό παιδί, σχεδόν αμούστακο, όταν αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει ένα σωρό κινδύνους. Φουρτούνες, μπόρες και βιβλικές κακοκαιρίες, μάχες με πειρατές, κακουχίες και στερήσεις στο βαπόρι. Πάντοτε όμως κάτι τον τραβούσε να μπαρκάρει ξανά. Δεν ήταν μόνο το χρήμα. Είχε αγαπήσει τη θάλασσα, τη σεβόταν, είχε ζυμωθεί μαζί της. Το ένα μπάρκο έφερνε το άλλο και σιγά σιγά εγκατέλειψε τις άλλες ασχολίες του και άρχισε να βιοπορίζεται από τα μπάρκα και μόνο. Ξεκίνησε από χαμηλά και έφτασε να γίνεται δεξί χέρι τρανών καπεταναίων.
Βρισκόταν στην Κορσική και είχαν ξεφορτώσει. Όμως ο καπετάνιος ενημέρωσε τον Παύλο και το υπόλοιπο πλήρωμα πως προβλεπόταν κακοκαιρία και επιπλέον το βαπόρι παρουσίασε βλάβη. Θα έπρεπε να μείνουν μερικές μέρες ακόμα. Ο Παύλος δεν ενοχλήθηκε. Αγαπούσε την εξερεύνηση άγνωστων τόπων και ζήλευε τα πουλιά που έφταναν σε απάτητες κορφές και θεόρατα ύψη. Είχε ξαναβρεθεί στην Κορσική. Η άγρια, αδάμαστη φύση της και οι κορυφογραμμές των βουνών που οι άκρες τους έμοιαζαν να αγγίζουν τον ουρανό, πάντα τον μάγευαν.
Ξεκίνησε και περπάτησε ώρες στην ενδοχώρα του νησιού, μέχρι που κάποια στιγμή κουράστηκε. Όμως το μολυβί χρώμα του ουρανού και οι πρώτες χοντρές στάλες της βροχής
Ευαγγελία Λιβανού
187
που μούσκευαν το πρόσωπό του τον έκαναν να μη βιαστεί να γυρίσει. Βρήκε καταφύγιο σε μια σπηλιά και από εκεί άκουγε τον αγέρα να λυσσομανά ασταμάτητα. Έβλεπε αστραπές να φωτίζουν τον ουρανό με χρώματα απόκοσμα και κεραυνούς με διαπεραστικούς ήχους να πέφτουν κάπου όχι πολύ μακριά από εκείνον. Όποιος βρισκόταν στη θάλασσα εκείνη τη στιγμή, μάλλον δε θα έβγαινε ζωντανός. Ευτυχώς που ο καπετάνιος είχε πάρει την απόφαση να μείνουν στο νησί και να μην ταξιδέψουν. Δεν ήξερε πόση ώρα πέρασε μέσα στη σπηλιά. Αυτό που σίγουρα ήξερε ήταν πως δεν ήθελε να βραδιάσει και να τον βρει το απόλυτο σκοτάδι στα κορσικανά βουνά.
Μόλις του φάνηκε πως η μπόρα κόπασε έστω και λίγο, προσπάθησε να πάρει τον δρόμο για να κατέβει. Σίγουρα θα βρεχόταν και θα κρύωνε, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Εξάλλου, η βροχή τώρα ήταν πιο αραιή και οι κεραυνοί δεν ακούγονταν πια. Βγήκε και άρχισε να κατεβαίνει. Κάποια στιγμή, όταν έφτασε λίγο πιο κάτω, του φάνηκε πως είδε ένα βαπόρι. Ή μάλλον. . . ό,τι απέμεινε από ένα βαπόρι. Κομμάτια πανιών που τα πετούσε ψηλά ο αέρας κι ύστερα τα έριχνε πάλι στη θάλασσα, όπου τα ψηλά κύματα πότε τα κατάπιναν και πότε τα έβλεπε ξανά στην επιφάνεια να επιπλέουν άψυχα. Νεκρά, όπως πιθανόν και όσοι ταξίδευαν με αυτό το πλοίο. Σπασμένα κατάρτια και σκόρπια ξύλα ξεβράζονταν στα βράχια. Σταυροκοπήθηκε!
Όταν κατέβηκε στο λιμάνι, βρήκε τον καπετάνιο και τους ναύτες που ταξίδευαν μαζί του. Και τότε έμαθε για την τραγωδία που κι ο ίδιος είχε μαντέψει. Έβλεπαν από την ακτή το καράβι που πάλευε με τα στοιχεία της φύσης, μα ήταν αδύνατο να προσφέρουν οποιαδήποτε βοήθεια. Το είδαν να συντρίβεται, αλλά οι αρχές του νησιού δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Εξάλλου, σε λίγο θα νύχτωνε εντελώς. Ακόμα
188
Ο πύργος του Γενοβέζου
κι αν ο καιρός ημέρευε σύντομα, πριν το επόμενο πρωί δε θα ήταν δυνατό να ψάξουν για επιζώντες.
«Αν και ποιοι επιζώντες;» μούγκρισε ο καπετάνιος, κατεβάζοντας γρήγορα το ποτό του και ξαναγεμίζοντας το μπουκάλι. «Δε βγαίνει άνθρωπος ζωντανός απ' αυτό».
Κούνησαν όλοι τα κεφάλια θλιμμένοι.
Η μέρα στην Κορσική ξημέρωσε ψυχρή και μουντή. Μπορεί να μην έβρεχε πια, αλλά παντού είχαν σχηματιστεί μικρές γλιστερές λίμνες. Τα μαύρα μαντάτα είχαν μαθευτεί και κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα. Πτώματα νέων αντρών είχαν ξεβραστεί στις ακτές και το μακάβριο θέαμα είχε γίνει πιο ανατριχιαστικό με το πρώτο φως του ήλιου.
Ο καπετάνιος πλησίασε τον Παύλο. Πρώτη φορά ο Παύλος τον έβλεπε με βουρκωμένα μάτια.
«Ήταν συντοπίτες μας, Χιώτες... Κοίτα», του είπε, δείχνοντας προς το κομμάτι του πλοίου που είχε ξεβράσει το κύμα στην κοντινή ακτή.
Ο Παύλος πλησίασε και διάβασε το όνομα. Είχε ταξιδέψει κάποτε με αυτό το βαπόρι. Γνώριζε προσωπικά τόσο τον Μάρκο, όσο και πολλά από τα μέλη του πληρώματος. Ο Παύλος ήταν συγχωριανός της Σοφίας. Όταν εκείνη αρραβωνιάστηκε, σε μια από τις επισκέψεις του Μάρκου στο χωριό, η Σοφία είχε συστήσει τους δυο άντρες. Ο Παύλος είχε ζητήσει από τον Μάρκο να του δώσει μια ευκαιρία για δουλειά. Ο Μάρκος, που είχε ρωτήσει κι είχε μάθει για την αξιοσύνη και την εργατικότητα του νεαρού, του είχε δώσει την ευκαιρία να μπαρκάρει κάποτε σε ένα από τα καράβια του. Σε αυτό ακριβώς το πλεούμενο που τώρα κειτόταν ξεχαρβαλωμένο σε αμέτρητα μικρά και μεγάλα κομμάτια σε μια άγρια ακτή της κορσικανής γης. Ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά το κορμί του! Θα μπορούσε να ήταν κι ο ίδιος νεκρός!
Ευαγγελία Λιβανού
189
Κι υπήρχε ακόμα μια τραγική ειρωνεία. Στο λιμάνι της Χίου, τη μέρα της αναχώρησης του Μάρκου για το μοιραίο ταξίδι, ο Παύλος ταξίδευε με το διπλανό βαπόρι. Χαιρετήθηκαν! Ακόμα και τα δρομολόγια έμοιαζαν. Είχαν διαφορετικό πρώτο σταθμό, αλλά τελικός σταθμός και για τους δυο ήταν η Κορσική. Αν όλα είχαν πάει καλά, τώρα θα είχαν συναντηθεί και θα αντάλλασσαν εμπειρίες κι εντυπώσεις. Ίσως τολμούσε να του κάνει και κανένα αστείο για τον τρόπο που η Σοφία δεν ξεκολλούσε τη ματιά της από πάνω του εκείνη τη μέρα στο λιμάνι. «Καίγεται για σένα, άρχοντά μου. Μην αργείς να γυρίσεις!» θα του έλεγε ο Παύλος.
Η Σοφία... Πώς θα άντεχε τη συμφορά; Θυμόταν την όμορφη συγχωριανή του. Γνωρίζονταν από μικρά παιδιά. Ίσως ήταν κι αυτός κάποτε κρυφά ερωτευμένος μαζί της, όπως εξάλλου οι περισσότεροι νέοι στο χωριό. Αν είχε το θάρρος, θα πήγαινε να τη ζητήσει από την οικογένειά της.. Όμως σε όποιες νύξεις έκανε η θεία του στη μητέρα της κοπέλας, δεν έπαιρνε σαφείς απαντήσεις, όπως εξάλλου και όσοι άλλοι επιχειρούσαν προξενιά. Κι ύστερα, έμαθαν για τη σύλληψη του θείου της και τον αρραβώνα με τον Μάρκο. Οι φήμες έλεγαν πως μάλλον η Σοφία εξαναγκάστηκε σ' αυτό. Όμως όταν την είδε μαζί με τον Μάρκο, ο Παύλος κατάλαβε αμέσως τα αισθήματα που ξεχείλιζαν κι από τις δυο πλευρές. Κι ακόμα κι αν είχε αμφιβολίες, εκείνη τη μοιραία μέρα στο λιμάνι κατάλαβε... Η Σοφία είχε δώσει την καρδιά της ολοκληρωτικά!
Ο Παύλος έπεσε σε βαθιά περισυλλογή, αλλά η βαριά φωνή του καπετάνιου τον έβγαλε από τις σκέψεις του.
«Οι αρχές θέλουν να δούμε... τα σώματα που ξεβράστηκαν. Έμαθαν πως είμαστε Χιώτες και ίσως πρέπει να αναγνωρίσουμε όσους μπορούμε...» η φωνή του άλλοτε σκλη-
190
ροτράχηλου καπετάνιου έσβηνε...
Ο πύργος του Γενοβέζου
Τα πτώματα δε βρέθηκαν όλα. Τόσο ο Παύλος όσο και οι υπόλοιποι θυμόντουσαν καλά εκείνη τη μέρα που τα δυο καράβια αναχώρησαν σχεδόν μαζί. Το μοιραίο πλεούμενο είχε αρκετό πλήρωμα. Προσπάθησαν να θυμηθούν ποιοι επέβαιναν. Γύρω στα τέσσερα-πέντε σώματα δεν είχαν βρεθεί... Του Μάρκου ήταν ένα από αυτά.
«Πρέπει να μάθουν οι οικογένειές τους για τη συμφορά... Έχουμε θλιβερό καθήκον», είπε ο καπετάνιος κρατώντας τον ώμο του Παύλου.
Όλα αυτά συλλογιζόταν ο Παύλος, καθώς κατευθυνόταν από το λιμάνι της Χίου προς τον Κάμπο. Αυτός και ο καπετάνιος είχαν αναλάβει να ενημερώσουν τις οικογένειες.
«Στην οικογένεια του Γενουάτη άρχοντα θα πας εσύ. Αυτό είναι το σωστό, γιατί τους ξέρεις καλύτερα», είχε δώσει εντολή ο καπετάνιος κι ο Παύλος είχε συμφωνήσει με βαριά καρδιά, που έγινε ακόμα πιο βαριά όταν χτύπησε τη βαριά θύρα του πύργου.
Οπισθόφυλλο:
16ος αιώνας
Η Χίος βρίσκεται υπό γενοβέζικη κατοχή. Η ευαίσθητη νεαρή Ελληνίδα Σοφία εξαναγκάζεται να παντρευτεί τον Μάρκο Ρονταρτζέντι, πανίσχυρο μοναχογιό Γενοβέζου αριστοκράτη, για να σώσει τον θείο της που συλλαμβάνεται για το –τρομερό τότε– αδίκημα της κλοπής μαστίχας. Αν και μοιάζουν να προέρχονται από διαφορετικούς κόσμους, απρόσμενα γεγονότα δένουν το ζευγάρι και το κάνουν να ερωτευτεί παράφορα. Όμως η μοίρα δεν έχει πει ακόμα την τελευταία της λέξη. Επιθέσεις αδίστακτων πειρατών που αρπάζουν τους νησιώτες για να τους πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα, ερωτικές αντιζηλίες στη Γένοβα και τα αρχοντικά του Κάμπου της Χίου, κίνδυνοι στα βράχια της Κορσικής και στις ακτές της Αφρικής, η αιματηρή επιδρομή του Μπαρμπαρόσα στο Τσιρίγο, οικογενειακά μυστικά θαμμένα για χρόνια… όλα παίζουν τον ρόλο τους σε μια εποχή ταραγμένη και σε έναν θυελλώδη έρωτα που προσπαθεί να επιβιώσει. Μαζί του δοκιμάζονται φιλίες και οικογενειακές σχέσεις.
*Τα πνευματικά δικαιώματα τόσο της εικόνας του εξωφύλλου όσο και του άνωθεν αποσπάσματος ΔΕΝ ανήκουν στο blog, αλλά αποκλειστικά στο συγγραφέα και στον εκδοτικό οίκο. **Το απόσπασμα δημοσιεύεται κατόπιν συνεννόησης και συναίνεσης της συγγραφέως.
***Πρόκειται για μυθιστόρημα ιστορικό, αισθηματικό και κοινωνικό. Παρόλο που πρόκειται για αλαργινή εποχή, η συγγραφέας επιθυμεί να εκφράσει διαχρονικά θέματα όπως ο παράφορος έρωτας, η φιλία και η λυτρωτική συγχώρεση.
π

Δεν υπάρχουν σχόλια: