Αφιέρωμα στην τριλογία ''Λιβιάχοβο λένε το μοιρολόγι-Ιτς-Ζηρό''
Γράφει η Κυριακή Γανίτη(Dominica Amat)
Η μακραίωνη καί πλούσια ιστορία της χώρας μας,εκτός από τις πολλές ένδοξες στιγμές,φέρει καί αρκετά μελανά σημεία που ''λερώνουν'' αυτό το κάτασπρο χρώμα της καί ταλανίζουν γενιές καί γενιές μέχρι καί τις μέρες μας. Πώς γίνεται να είμαστε ένας λαός που μπροστά σε έναν τεράστιο κίνδυνο γινόμαστε αυτόματα όλοι μια γροθιά καί την επόμενη στιγμή να στρεφόμαστε ο ένας εναντίον του άλλου καί να διαγράφουμε όλα όσα μας ενώνουν; Οξύμωρο κι όμως αληθινό... Δεν λέει,άλλωστε,τυχαία ο λαός μας την φράση ''Ποιός σου έβγαλε το μάτι;-O συγγενής.-Γι'αυτό είναι βαθιά βγαλμένο''. Βλέπετε,μέσα από αυτές τις λαϊκές ρήσεις,λέγονται τα πιο ουσιαστικά καί σωστά πράγματα...
Αντιλαμβανόμενη την μεγάλη αγάπη που δείχνετε στα αφιερώματα που κάνω μέσω του blog μου,αποφάσισα να προχωρήσω σε ένα νέο αφιέρωμα μίας τριλογίας βιβλίων που αξίζει καί πρέπει να διαβαστεί από όλους τους αναγνώστες. Ο λόγος για τα βιβλία ''Λιβιάχοβο λένε το μοιρολόγι-Ιτς-Ζηρό'' από την συγγραφέα κυρία Στεφανία Ι.Σουλή που κυκλοφορούν από την Άνεμος εκδοτική.
Όπως προείπα στον πρόλογό μου,δυστυχώς η ιστορία της χώρας μας έχει να επιδείξει πολλά κακώς κείμενα,από τα οποία μεγάλη μερίδα του κόσμου βγήκε ζημιωμένη καί ακόμη καί τώρα οι πληγές εξακολουθούν να αιμορραγούν καί αφήνουν ανεξίτηλα τα σημάδια τους πάνω στα σώματα καί στις ψυχές των πρωταγωνιστών.
Δυστυχώς,δεν μου είχε δοθεί έως σήμερα η ευκαιρία να διαβάσω βιβλία που να αναφέρονται στο αντάρτικο στην Ήπειρο καί στην ύπαρξη των παιδουπόλεων στην χώρα μας,όπου πολλά παιδιά πέρασαν αρκετά μεγάλο κομμάτι της ζωής τους,αφού αποχωρίστηκαν συγγενείς καί φίλους με βίαιο τρόπο. Μπορείτε,συνεπώς,να αντιληφθείτε την ευθυμία που ένιωσα όταν έπιασα στα χέρια μου τα συγκεκριμένα βιβλία καί ξεκίνησα την ανάγνωσή των. Ένιωθα λες κι άνοιξα ένα κλειστό παράθυρο,μέσα από το οποίο αντίκρισα χαμένους θησαυρούς.
Η συγγραφέας κυρία Στεφανία Σουλή με απόλυτο σεβασμό,προσοχή καί αγάπη μέσα από τα βιβλία της θα καταπιαστεί με την ιστορία της οικογένειάς της. Θα αναδείξει άγνωστες πτυχές της ιστορίας του τόπου μας. Θα ακουστούν οι απόψεις καί από τις δύο αντίθετες πλευρές. Κατά την γνώμη μου,αυτό είναι ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία του βιβλίου. Δεν φιμώνει κανέναν. Έτσι,έχουμε την δυνατότητα να δούμε όλες τις οπτικές γωνίες της υπόθεσης. Ουσιαστικά,αποδίδει έναν φόρο τιμής σε όλους εκείνους που έφυγαν τόσο άδικα κι ανέλπιστα.
Αρχικά,θα μεταφερθούμε πίσω στον χρόνο καί πιο συγκεκριμένα τον Νοέμβριο του 1948,μετά την πτώση της Μουργκάνας. Έπειτα,θα μεταφερθούμε από το Λιβιάχοβο στην Ντουσκάρα καί τέλος θα έχουμε την μαρτυρία για τις παιδουπόλεις της περιόδου 1955–1963. Επειδή,οι ιστορίες των βιβλίων στηρίζονται σε αληθινά γεγονότα,η συγγραφέας σωστά πράττει κι αλλάζει τα ονόματα των ενόχων ανταρτών του Ραδοβιζίου.
Η τριλογία ξεκινά με το βιβλίο,με τίτλο ''Λιβιάχοβο λένε το μοιρολόγι'' όπου εκεί έχουμε μία πρώτη επαφή καί γνωριμία με τους ήρωες μας. Θα δούμε το πρώτο στάδιο της δύσκολης ζωής τους,το πρώτο βαρύ χτύπημα της μοίρας. Η συγγραφέας,αρχικά,μας δίνει ένα κατάλογο με τα ονόματα των κύριων πρωταγωνιστών καί των ιδιοτήτων τους,ώστε να μας είναι ξεκάθαρο ποιος είναι ποιος,να αναπτύξουμε συναισθήματα γι'αυτούς καί να κατανοήσουμε τον τρόπο σκέψης καί δράσης των. Τα συναισθήματα έντονα καί ποικίλα. Περνάμε από την χαρά στην λύπη με ταχύτητα φωτός. Η αγωνία καί το καρδιοχτύπι μόνιμοι συνοδοιπόροι μας σε αυτό το ταξίδι της μνήμης. Η αδικία πανταχού παρούσα καί ένα ''γιατί;'' μόνιμα ''καρφωμένο'' πάνω στα χείλη αυτών που έμειναν πίσω... Πώς μπορεί κάποιος να κλείνει τα μάτια του,ή,να αποστρέφει το βλέμμα του αλλού,όταν βλέπει να γίνονται μπροστά του τόσο απάνθρωπες πράξεις; Χάσαμε την ανθρωπιά μας,ή,ο φόβος για την απώλεια της ζωή μας μας κάνει να δρούμε έτσι; Να μην ξεχάσω,επίσης,να σας πώ ότι το βιβλίο το προλογίζει ο κύριος Θανάσης Βαλτινός.
Ο λόγος της συγγραφέως είναι άρτιος καί μεστός. Με συνεπήρε σε τόσο μεγάλο βαθμό που δεν αντιλήφθηκα το πόσο γρήγορα έρρεαν οι σελίδες του βιβλίου σαν τρεχούμενο νερό μέσα από τα χέρια μου καί έφτασα στο τέλος. Χρησιμοποιεί άφθονο λεξιλόγιο,διανθισμένο από την τοπική ντοπιολαλιά που σαν σύνολο έδιναν ένα βιβλίο άκρως ευανάγνωστο,οικείο καί ζωντανό. Οι εικόνες πολλές καί περιγραφικές με αιχμαλώτισαν κι έγινα κι εγώ μέρος της πλοκής. Το φινάλε εξίσου δραματικό,μας αφήνει με το στόμα ανοικτό καί την περιέργεια για το τι μέλλει γενέσθαι στην πορεία. Χάθηκαν όλα,ή,θα υπάρξει καί συνέχεια;
''«Αφήστε τον άντρα μου... Αφήστε τον Στέφο μου... Σας ικετεύω... Λυπηθείτε με... Λυπηθείτε το μωρό μας... Αφήστε τον... Σας παρακαλώ... Τι θ’ απογίνω εγώ... Τι θα κάμω χωρίς τον Στέφο μου... Μη μου τον πάρετε... Τον άντρα μου...» Κάθε βήμα και μια ικεσία. Είχαν φτάσει κοντά στη βρύση και βγήκε απ’ τη φάλαγγα ο θερμόαιμος υπασπιστής, ο Ηπειρώτης, ο κοντός και γεροδεμένος άντρας με τις πλάτες χιλιόμετρο και την περίεργη κορμοστασιά, κι άρχισε να κατηφορίζει προς το μέρος της. Δεκάδες καρδιές πάγωσαν μεμιάς. Δεκάδες ανάσες κρατήθηκαν κι άλλα τόσα μάτια περίμεναν τι θα κάνει αυτός ο αιμοβόρος υπάνθρωπος. Την πλησίασε και με τον υποκόπανο του όπλου του τη χτύπησε με δύναμη στην κοιλιά της. Έπεσε απ’ τα χέρια του η Ρήνα στο χώμα και σώπασε τελείως. Μια γυναίκα και το αγέννητο μωρό στα σπλάχνα της. Οι δύο πρώτοι σκοτωμένοι.'' (Περίληψη οπισθοφύλλου)
Στις πρώτες σελίδες του βιβλίου μπορείτε να βρείτε την φωτογραφία ενός εκ των κυρίων πρωταγωνιστών,του Στέφανου Σιουλή. Στο τέλος,επιπλέον,υπάρχουν επίσημα έγγραφα εκείνης της εποχής καί ένα χρήσιμο παράρτημα με σημειώσεις.
Φτάσαμε,αισίως,στο δεύτερο βιβλίο της τριλογίας που τιτλοφορείται ''Ιτς'',που σημαίνει ''τίποτα''. Κι αναρωτιέμαι αν όλα αυτά έγιναν τελικά για το τίποτα... Αυτήν την φορά,το βιβλίο προλογίζει ο κύριος Θανάσης Γκότοβος. Η συγγραφέας συνεχίζει την καταγραφή της ιστορίας από το σημείο που μας είχε αφήσει στο πρώτο βιβλίο. Δεν θα σταθώ στο μοτίβο της γραφής της,αφού είναι το ίδιο καί δεν χρειάζεται να επαναλαμβάνομαι.
Η συγγραφέας,μέσα από αυτό το βιβλίο,αναδεικύει τα ήθη,τα έθιμα καί τον τρόπο ζωής των ανθρώπων της επαρχίας. Την θέση της γυναίκας καί δη της χήρας καί τον τρόπο με τον οποίο την αντιμετώπιζαν. Κι όλα αυτά δοσμένα μέσα από την εξαιρετική σκιαγράφηση των χαρακτήρων των ηρώων. Άλλοτε δικαιολογεί κι άλλοτε καταδικάζει σκέψεις καί στάσεις ζωής. Μοιάζει σαν να μπαίνει η ίδια στην θέση τους,μιλάει καί πράττει εξ αυτών. Εξ ου καί η χρήση,κατά κόρον,της τοπικής διαλέκτου. Το κείμενο γίνεται πιο προσιτό καί ''ζωντανεύει'' μπροστά στα μάτια των αναγνωστών. Βέβαια,δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα της ιστορίας.
Η τεταμένη πολιτική κατάσταση καί ο εμφύλιος πόλεμος άφησαν βαθιά κατάλοιπα στις ζωές των ανθρώπων. Τα στόματα παραμένουν ερμητικά κλειστά καί ένοχα μυστικά ασφυκτιούν καί επιθυμούν να βγούν στο φως. Ποιός θα κάνει πρώτος την αρχή καί ποιός θα αντέξει τις αποκαλύψεις; Μπορεί η κατάσταση να γίνει πιο δραματική από ό,τι ήδη είναι; Σίγουρα θα το μάθουμε στο τρίτο καί τελευταίο μέρος της τριλογίας. Η συγγραφέας εσκεμμένα σταματάει στο πιο καίριο σημείο. Μας αφήνει να καρτερούμε την συνέχεια. Η αγωνία χτυπάει κόκκινο καί εμείς στεκόμαστε απλοί θεατές μπροστά σε ένα έργο όμοιο με αρχαία τραγωδία.
''«Κείθε όπου σταθείς κρένεις είμαι ο Μάρκος Σουλής, και ρωτάς και τα στόματα παραμένουν ερμητικά και τα βλέμματα γέρνουν σκοτεινιασμένα. Όλους τους βλέπεις συνεργούς, νιώθεις το ίδιο φοβούνται, πως μπορεί να το έκαμε κι αυτός που έριξε το βλέμμα στο χώμα, και μπορεί να το έκαμε και κείνος που αγκομάχησε μπρος σου, κι ίσως και ο άλλος που του έτρεμε το χέρι, συλλογιέσαι κι απορείς που υπάρχουν ακόμα αντάρτες και δεν είναι φιγούρες βγαλμένες από παραμύθια με δράκους και ξωτικά…» Πολλοί οι ένοχοι... Θα τιμωρηθεί κανείς; Κι εάν όλα αυτά έχουν ένα νόημα σήμερα, σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά, είναι που συμπληρώθηκε το παζλ κομματάκι κομματάκι κι έπεσε άπλετο φως πάνω στα γεγονότα και στα πρόσωπα που ενεπλάκησαν άμεσα ή έμμεσα στην τραγωδία αυτή. Εάν ήσουν αναγκεμένος, αγράμματος, μ’ ένα τσούρμο παιδιά στην ορεινή Ήπειρο το 1950, σίγουρα θα έχανες τον δρόμο σου σαν έπεφτε πυκνή αντάρα κι αξεδιάλυτο σκοτάδι στο κακοτράχαλο μονοπάτι που σου έμελλε να διαβείς. Πιο εύκολο ήταν να σηκώσεις το χέρι και ν’ αγγίξεις τον χαμηλωμένο ουρανό παρά να φτάσεις στον προορισμό σου…''(Περίληψη οπισθοφύλλου).
Η τριλογία κλείνει με το βιβλίο ''Ζηρό''. Όπως διαβάζουμε από τον υπότιτλο που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου,θα έχουμε μία μαρτυρία για τις παιδουπόλεις που υπήρχαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδος την περίοδο από το 1955 έως το 1963. Μπορεί για κάποιους να φάνταζαν σαν ιδανική λύση για τα παιδιά που έζησαν εκεί,μα δεν ήταν άλλο από ένα αγκάθινο στεφάνι που κοσμούσε το κεφάλι της χώρας καί των παιδιών αυτών. Χάσαν όλη την παιδική ηλικία καί αθωότητα καί ενηλικιώθηκαν απότομα καί με τον πιο σκληρό τρόπο. Θεωρώ ότι ήταν το κάλλιστο κλείσιμο για την τριλογία. Ένα βιβλίο που κάλλιστα θα μπορούσε να σταθεί επάξια κι από μόνο του. Οι παιδουπόλεις είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας καί επιβάλλεται να μάθουμε όσα περισσότερα γίνεται για εκείνη την περίοδο.
Δεν σας το κρύβω ότι η ιστορία του βιβλίου με επηρέασε σε πολύ μεγάλο βαθμό καί δυσκολεύομαι να μιλήσω γι'αυτό. Όχι,γιατί δεν μπορώ,αλλά δεν ξέρω αν θα μπορέσω να σταματήσω καί ίσως έτσι χαθεί κάτι από την ομορφιά του. Θα προτιμήσω,λοιπόν,να είμαι πιο λακωνική καί να αφήσω σε εσάς τα υπόλοιπα,μιας καί το βιβλίο κυκλοφόρησε πρόσφατα καί μπορεί να μην το έχετε διαβάσει ακόμα.
Εδώ,η συγγραφέας με μεγάλη δεξιοτεχνία γίνεται η ίδια το μικρό παιδί που αφηγείται όλη του την προσωπική Οδύσσεια. Αφήνεται ελεύθερη σε μία εκ βαθέων εξομολόγηση. Σε έναν σπαρακτικό μονόλογο. Δεν σταματάει αυτόν τον χείμαρρο που ξεχειλίζει από μέσα της,μέχρι το σημείο που θεωρεί πως,πλέον,έχουν ειπωθεί τα πάντα. Είναι αντικειμενικά πιο εύκολο να μιλήσει κάποιος/α για τα βιώματα καί τις εμπειρίες της ζωής του/της,όταν πια έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε. Τα τραύματα της ψυχής ποτέ δεν κλείνουν,μα ο πόνος έχει μετριαστεί καί είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμος...
Ξέρετε,είναι δύσκολο,ως ενήλικες,να μπαίνουμε στην θέση των παιδιών,να σκεφτόμαστε καί να πράττουμε σαν εκείνα. Έχουμε ξεχάσει πως κάποτε υπήρξαμε κι εμείς μικροί/ες. Συνεπώς,αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στην συγγραφέα που παίρνει αυτό το ρίσκο καί πετυχαίνει τον σκοπό της. Ίσως εκεί έγκειται το γεγονός πως το βιβλίο είναι τόσο ουσιαστικό καί μεστό. Πλημμυρισμένο από συναισθήματα,κυρίως πόνου καί εγκατάλειψης,το βιβλίο θα ξύσει παλιές πληγές καί θα ανασύρει μνήμες από το θυμικό όσων έζησαν παρόμοιες καταστάσεις. Δόθηκαν οι απαντήσεις καί οι απαραίτητες εξηγήσεις. Καί ύστερα τί; Το αν ήρθε,ή όχι,η πολυπόθητη λύτρωση καί αν αποδόθηκε δικαιοσύνη δεν θα σας το αποκαλύψω. Σαφέστατα,όμως,εγώ κράτησα πολύτιμα διδάγματα για την ζωή μου από την ανάγνωση των βιβλίων.
''«Το ταξίδι από την “Αγία Ελένη” μέχρι τον “Άγιο Αλέξανδρο” Ζηρού μού φάνηκε μακρύ, σαν να έφτασα στην άλλη άκρη του κόσμου. Εξήντα χιλιόμετρα απέχουν τα Γιάννενα από τη Φιλιππιάδα. Σήμερα είναι μία ώρα με τ’ αυτοκίνητο αλλά και τότε, με κείνα τα μικρά πράσινα λεωφορεία, δεν ήταν περισσότερο. Πώς μου φάνηκε εμένα το ταξίδι τόσο μεγάλο; Ήταν και η ναυτία μου που επιδείνωνε την ήδη επιβαρυμένη ψυχολογία μου. Από το πρώτο πεντάλεπτο ξερνούσα μες στο λεωφορείο και δεν έπρεπε να κοιτώ από το τζάμι. Έριχνα κλεφτές ματιές έξω κι έπαιρνα βαθιές ανάσες. Έχουμε κι άλλο; Κι άλλο; Πού μας πάνε; Αχ!, σκεφτόμουνα και κάθε χιλιόμετρο που αφήναμε πίσω μας, γινότανε σχοινί που μ’ έδενε και μ’ έπνιγε…»''(Περίληψη οπισθοφύλλου).
Καλά σας αναγνώσματα!
Υ.Γ.Μέσα στις σελίδες του 3ου βιβλίου θα βρείτε φωτογραφικό υλικό από το προσωπικό αρχείο του ήρωά μας,από την περίοδο που έζησε στις παιδουπόλεις.
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΣΤΕΦΑΝΙΑ Ι.ΣΟΥΛΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ
Αφιέρωμα στην τριλογία ''Λιβιάχοβο λένε το μοιρολόγι-Ιτς-Ζηρό''
Reviewed by Dominica
on
Αυγούστου 29, 2020
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια: