Ο Τσιτάχ, ένας απόμαχος τερματοφύλακας, παλιά δόξα του ελληνικού ποδοσφαίρου, προσκεκλημένος από ένα σχολείο, στο πλαίσιο της Ημέρας Αθλητισμού, για να μιλήσει στους μαθητές για τα αθλητικά ιδεώδη, κάνει έναν ειλικρινή απολογισμό της μακροχρόνιας πορείας του. Εξιστορεί γεγονότα και εμπειρίες από τη ζωή και την καριέρα του ξετυλίγοντας σιγά σιγά το κουβάρι της διαδρομής του, από τη δόξα και τα πλούτη μέχρι το μηδέν και το περιθώριο.
«Φέρει το παρώνυμο “Τσιτάχ”, με όποιες σημασιολογικές και ειδολογικές προεκτάσεις παράγει: ταχύτητα, ευλυγισία, ακρίβεια, δύναμη. […] Διπλό είναι το χρέος που καλείται να εκτελέσει, ή με άλλα λόγια το “τέρμα” που οφείλει να υπερασπιστεί: οι διαπροσωπικές του σχέσεις με την αγαπημένη του και τον αδελφικό του φίλο και ο αυτοσεβασμός του […]. Το βαθιά αυτοσαρκαστικό φινάλε υπονομεύει την ίδια την έννοια και την αυταξία της αξιοπρέπειας, που μόλις προτάθηκε, ως το ύστατο ράκος που διασώζει από την τρομακτική γύμνια της ύπαρξης. Ο Τσιτάχ αποχωρεί μόνος και ηττημένος, ίσως ο πιο βαθιά, ο πλέον συντριπτικά ηττημένος και μοναχικός ήρωας του Βασίλη Κατσικονούρη», αναφέρει καίρια και εύστοχα η θεατρολόγος Κατερίνα Θεοδωράτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια: