ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ | 140 χρόνια από τη γέννησή του | Εκδόσεις Κέδρος

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
1884 - 1974


Σαν σήμερα, 14 Φεβρουαρίου, γεννιέται στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας,
ο Κώστας Βάρναλης.
ΜΩΜΟΣ
Οι Φαρισαίοι κι οι παπάδες όλου του κόσμου ύστερ’ από λίγα χρόνια θα σε κάνουνε θεό. Θα σου χτίζουνε μεγαλόπρεπες εκκλησιές και θα σε προσκυνάνε ντυμένοι στο μάλαμα. Και θα καίνε ζωντανόν όποιονε σ’ αρνιέται.
Εσύ, ο Θεός-Πνέμα, Σωτήρας της Ψυχής, θα γίνεις ο Θεός-Σωτήρας της Κοιλιάς τους. Γι’ αυτουνούς απόθανες.
Αντίς να φέρεις τη βασιλεία των Ουρανών, θεμέλιωσες τη βασιλεία του Πλούτου.
Θα ’πρεπε ν’ αφάνιζες τους Φαρισαίους και τους μεγαλοπαπάδες, αν ήθελες να σώσεις τα μιλιούνια των σκλάβων.
Μα τότε δε θα γινόσουνα θεός!

 
ΙΗΣΟΥΣ
Κάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινή.
Τις άφησα όλες να υπάρχουνε, γιατί χρειάζονται. Αλλιώς οι ανθρώποι θα γινόντανε χειρότεροι κι η δυστυχιά τους μεγαλύτερη.
Η μεγάλη κι ακατάλυτη εξουσία στον κάτου κόσμο είναι ο Θάνατος. Αυτόνε τον κατάργησα.

 
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πώς;
Έκανες τους ανθρώπους αθάνατους;

 
ΜΩΜΟΣ
Μετά θάνατον!
Σου το ξανάπα, μα δεν πρόσεξες.
Μετά θάνατον θαν τους αναστήσει όλους στον ουρανό.

 
ΙΗΣΟΥΣ
Εκεί καθένας θα κριθεί κατά τα έργα του.
Αυτή ’ναι η Αλήθεια ΜΟΥ.

Η ΑΛΗΘΕΙΑ.
 
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Φαίνεται, πως από τότες, που καρφώθηκα πολύ ψηλά, εγώ ο πνευματικός Λύχνος του Κόσμου, το σκοτάδι πήχτωσε μέσα στο μυαλό και των θεών και των ανθρώπων!
 
ΜΩΜΟΣ
(στον Ιησού)
Συ, που έκανες το θάμα των πέντε ψωμιών, δεν έδινες στους πεινασμένους τη χάρη να κάνουνε κι αυτοί το ίδιο θάμα;
Έτσι θα καταργούσες την Πείνα. Και μαζί της θ’ αφανιζόντανε κι η Άγνοια κι η Κάκητα. Και τότες δε θα ύπαρχε ανάγκη σωτηρίας μετά θάνατον…
Μα όσα ψωμιά και να φκιάνανε, είτε πέντε χιλιάδες είτε κι ένα μοναχό, πάλι θα πεινούσανε.
Θαν τους τα παίρναν όλα οι Δυνατοί.
Αφού δεν τους ξεπάστρεψες αυτουνούς, ας έδινες σε κάθε σκλάβο, αντίς την αθανασία, ένα στιλέτο.

 
ΙΗΣΟΥΣ
Ένα στιλέτο;
Τι ναν το κάνανε;

 
ΜΩΜΟΣ
Για να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς τη βασιλεία των ουρανών.
 
Απόσπασμα από τον Μονόλογο του Μώμου, από Το φως που καίει1922.
Περιλαμβάνεται στον τόμο  
Άπαντα τα ποιητικά, 1904-1975, Κέδρος, 2014
Σεβαστέ μας ποιητή,

Η πόλις του Πειραιώς, πόλις κοπιόντων και πεφορτισμένων, απέτισε σήμερα ελάχιστον φόρον τιμής προς το πρόσωπό σας. Λέγω ελάχιστον, γιατί, σεις, τα δώσατε όλα. Δεν ζήσατε ούτε τη ζωή σας ούτε τη δόξα σας. Μέσα στο αριστούργημά σας, τη «Μάννα του Χριστού», βρίσκουμε τη δική σας μάννα που βλέπει το γιο της να λιθοβολείται, τις μάννες όλων των ανθρώπων εκείνων που τους απομονώνει η αγνότητά τους, η πίστη τους, η σταθερότητά τους, το ήθος τους. Γνωρίζω πού άσπρισαν αυτά τα μαλλιά. Το γνωρίζει δηλαδή ο λαός που άκουσε τη φωνή σας και όλοι ξέρουμε πόσο λίγες φωνές ακούει αυτός ο λαός στις δύσκολες ώρες του, που, έτσι η αλλοιώς, παλεύει για το ιερό δικαίωμα της ζωής. Ήδη όλοι άρχισαν να αναγνωρίζουν ότι στο πρόσωπό σας ενσαρκώθηκε η θυσία. Ότι ανήκετε στην κατηγορία των ανθρώπων εκείνων που πνεύμα τους υπήρξε το καιόμενο σώμα τους. Προσφερθήκατε σ’ ένα ιδανικό και σε καμιά περίπτωση της ζωής σας δεν αποσύρατε αυτή την προσφορά. Ξεκινήσατε από τη δική σας αγάπη για τους ανθρώπους και καταλήξατε στην αγάπη των ανθρώπων που σας περίμενε. Το γνωρίζω και το γνωρίζετε. Το γνωρίζουμε όλοι μας. Αυτή είναι η μεγαλύτερη δικαίωση της ζωής. Επιτρέψατέ μου να σας σφίξω το χέρι σαν ένας απλός άνθρωπος από κείνους που τόσο πολύ τους πονέσατε.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Τα Πενηντάχρονα του έργου του, Κέδρος, 1957
Ο σύγχρονος ποιητικός λόγος οφείλει πάρα πολλά στο Βάρναλη. Κι αν η Ελλάδα έχει σήμερα μια προοδευτική ποίηση που είναι απ’ τις καλύτερες του κόσμου, η ποίηση αυτή έναν έχει γενάρχη της. Το Βάρναλη. Αυτός πρώτος δίδαξε, φώτισε, παραδειγμάτισε, άνοιξε όλους τους ορίζοντες, με το λαμπρό έργο του. Το έργο αυτό που θα μείνει άσβηστο για πάντα.
Κώστας Κουλουφάκος
Τα Πενηντάχρονα του έργου του, Κέδρος, 1957
Πουθενά αλλού η Μούσα του Βάρναλη δε σιγομίλησε περισσότερο με τους αγέλαστους και πικραμένους ανθρώπους, όσο μέσα στην υπόγεια πειραιώτικη ταβέρνα, εκεί που οι κουρασμένοι, οι αδικημένοι κι οι παραστρατημένοι σκύβουν πάνω στο χωρίς τραπεζομάντηλο τραπέζι, με στηλωμένα τα μάτια στο κρασσοπότηρο, για να λησμονήσουν ή για να ρωτήσουν και να υποπτευθούν και να μάθουν ίσως «ποιος φταίει».
Γρηγόρης Θεοχάρης
Τα Πενηντάχρονα του έργου του, Κέδρος, 1957
Με την ευκαιρία του εορτασμού των πενήντα χρόνων δημιουργικής σου ζωής, φιλώ με σεβασμό το χέρι του μεγάλου Έλληνα δημιουργού και θυμούμαι με θαυμασμό και αγάπη τον άνθρωπο, που έζησε μόνο για την Ελλάδα. Τώρα που εκόπασε ο θόρυβος της εορτής, παραδίδω στον άνεμο λίγη σκόνη να σου τη φέρει από τους δρόμους του διωγμού που έχεις περάσει.
Θέμος Κορνάρος. Άγιος Ευστράτιος
Τα Πενηντάχρονα του έργου του, Κέδρος, 1957
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΥΡ ΜΕΝΤΙΟΥ
 
Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Κούτσα μια και κούτσα δυο
της ζωής το ρημαδιό!
 
Μεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ’ αφήναν νηστικό.
 
Τα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια
με κοτρόνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ’ αχαμνά!
 
Ανωχώρι, Κατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μου ’βγαινε η ψυχή.
 
Είκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κι έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.
 
Και ζευγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ’ αφεντός τα στρέμματα.
 
Και στον πόλεμ’ «όλα για όλα»
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ’ αφέντη το φαΐ.
 
Και γι’ αυτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!
 
Αλλ’ εμένα σε μια σφήνα
μ’ έδεναν το Μάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.
 
Κι ο παπάς με την κοιλιά του
μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
‒ Σε καβάλησε ο Χριστός!
 
Δούλευε για να στουμπώσει
όλ’ η Χώρα κι οι Καμπόσοι.
Μη ρωτάς το πώς και τι,
να ζητάς την αρετή!
 
‒ Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
‒ Ντράπου! Τις προγόνοι ντράπου!
‒ Αντραλίζομαι!… Πεινώ!…
‒ Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
 
Κι έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κι εγώ,
του θεού τ’ αβασταγό!


Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!
 
Κι όταν ένα καλό βράδυ
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν’ η ζωή),
 
η ψυχή μου θενά δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ’ Αβράμη,
τ’ άσπρα, τ’ αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!…
 
Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.
 
Κωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Άι-Φραγκίσκο:
‒ «Χαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!
 
»Σώσε το γέρο κυρ Μέντη
απ’ την αδικιά τ’ αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!
 
»Το σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπε κάνε!…»
Μα με την κουβέντ’ αυτή
πόρτα μού ’κλεισε κι αυτί.
 
Τότενες το μαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:
 
‒ «Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κι οι ραγιάδες απ’ τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παραδώ.
 
»Αν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρεις. Οπού ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.
 
»Μη χτυπάς τον αδερφό σου ‒
τον αφέντη τον κουφό σου!
Και στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ’ αφεντικό.
 
»Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς
θα ’ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.
 
»Κοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει
κι έχ’ η πλάση κοκκινίσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γη».
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
 
Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμισι ώρα της νυχτός.
Κι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. ‒ «Γεια σου, Κωνσταντή βαρβάτε!»
 
‒ Καλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;
 
Ένας σου ’δινε ποτήρι κι άλλος σου ’δινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελειά.
Κι αν σε πείραζε κανένας, ‒ αχ, εκείνος ο Τριβέλας! ‒
 
έκανες, πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.
 
Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά…
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
 
Αχ, πού ’σαι, νιότη, που ’δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!
Ο ΟΔΗΓΗΤΗΣ
 
Δεν είμ’ εγώ σπορά της Τύχης,
ο πλαστουργός της νιας ζωής.
Εγώ ’μαι τέκνο της Ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής.
 
Δεν κατεβαίνω από τα νέφη,
γιατί δε μ’ έστειλε κανείς
Πατέρας, τάχα παρηγόρια
για σένα, σκλάβε, που πονείς.
 
Ουράνιες δύναμες, αγγέλοι,
κρίνα, πουλιά και ψαλμουδιές ‒
τίποτα! Εμένα παραστέκουν
οι θυμωμένες σας καρδιές.
 
Εγώ του καραβιού γοργόνα
στ’ ορθόπλωρο καράβι μπρος.
Απάνω μου σπάνε φουρτούνες
κι άγριος ενάντια μου καιρός.
 
Μέσα στο νου και στην καρδιά μου
αιώνων φουντώσανε ντροπές
και την παλάμη μου αρματώνουν
με φλογισμένες αστραπές.
 
Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες!
Όχι μονάχα οι ζωντανοί ‒
κι οι πεθαμένοι μ’ ακλουθάνε
σε μιαν αράδα σκοτεινή.


Μα κι όσοι αγέννητοι, χιλιάδες
άπλαστοι ακόμα με βλογούν
κι όλοι ακουμπάνε τα σπαθιά τους
απάνω μου και τα λυγούν.
 
Δε δίνω λέξες παρηγόρια,
δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς·
καθώς το μπήγω μες στο χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους.
 
Άκου, πώς παίρνουν οι αγέρες
χιλιάδων χρόνων τη φωνή!
Μέσα στο λόγο το δικό μου
όλ’ η ανθρωπότητα πονεί.
 
Ω! πώς τον παίρνουν οι αγέρες
και πώς φωνάζουνε μετά
άβυσσοι μαύροι, τάφοι μαύροι,
ποτάμια γαίματα πηχτά!
 
Όθε περνά, γκρεμίζει κάτου
σαν το βοριά, σαν το νοτιά
όλα τα φονικά ρηγάτα
θεμελιωμένα στην ψευτιά.
 
Κι ένα στυλώνει κι ανασταίνει,
το ’να βασίλειο της Δουλειάς,
(Ειρήνη! Ειρήνη!) το βασίλειο
της Πανανθρώπινης Φιλιάς.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ | Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ | 90 χρόνια από την πρώτη έκδοση | Δείτε ΕΔΩ το αφιέρωμά μας
ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ 1904-1975 - ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε το 1884 στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας. Στα δεκαοχτώ του διορίστηκε δάσκαλος σε σχολείο του Πύργου και τον ίδιο χρόνο έφυγε για σπουδές στην Αθήνα. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή, πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα, ως δημοτικιστής, και συμμετείχε στην ίδρυση του περιοδικού Ηγησώ. Το 1904 και το 1905 αντίστοιχα εξέδωσε τα νεορομαντικά του πρωτόλεια Πυθμένες και Κηρήθρες. Την περίοδο που θα ακολουθήσει, εμπνέεται από ανθρωπιστικά και διονυσιακά ιδεώδη ανάλογα με αυτά του Ν. Καζαντζάκη και του Α. Σικελιανού, καθώς και από τα αισθητικά ιδεώδη του παρνασσισμού. Ο ελληνοκεντρικός αισθητισμός και ιδεαλισμός του θα κορυφωθεί με το άσμα του Προσκυνητή 1919, μέρος ενός ευρύτερου έργου που θα παραμείνει ανολοκλήρωτο και ήταν γραμμένο σε εντυπωσιακούς ενδεκασύλλαβους.

Διορίστηκε ελληνοδιδάσκαλος στην Αμαλιάδα και τρία χρόνια αργότερα σχολάρχης στην Αργαλαστή του Πηλίου. Θεωρήθηκε συνεργός του Αλέξανδρου Δελμούζου στα Αθεϊκά του Βόλου και μετατέθηκε στα Μέγαρα. Φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Δημήτρη Γληνού και το 1915 διορίστηκε σχολάρχης στην Κερατέα Αττικής. Το 1917 διορίστηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο Πειραιά και το 1919 έφυγε με υποτροφία για μετεκπαίδευση στο Παρίσι, όπου προσχώρησε στο μαρξισμό. Η υποτροφία του διακόπηκε όταν έπεσε η κυβέρνηση Βενιζέλου και επέστρεψε στην Αθήνα, όπου διορίστηκε σε ένα γυμνάσιο του Πειραιά. Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε το Φως που καίει, το οποίο εξέδωσε το 1922 στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Η επιλογή του συγκεκριμένου ψευδωνύμου υπήρξε αντίδραση στην καλλιέπεια των ονομάτων που επέλεγαν οι δημιουργοί της εποχής. Με την εν λόγω ποιητική σύνθεση σφραγίζει την προσχώρησή του στον διαλεκτικό υλισμό και τη μαρξιστική ιδεολογία, στην οποία θα παραμείνει πιστός σε όλη του τη ζωή. Θα μείνει για ένα χρόνο περίπου στο Παρίσι και το 1924 θα διδάξει νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών, υπό τη διεύθυνση του Δ. Γληνού. Ένα χρόνο αργότερα θα εκδηλωθεί η διαμάχη του με τον Γ. Αποστολάκη και ο Βάρναλης θα εκδώσει τον Σολωμό χωρίς μεταφυσική, που αποτελεί ένα από τα πρωιμότερα και σημαντικότερα δείγματα μαρξιστικής κριτικής στην ΕλλάδαΘα διωχθεί για το Φως που καίει (και το Λαό των Μουνούχων, που είχε δημοσιευτεί το 1923) και θα παυθεί για έξι μήνες από τη δημόσια εκπαίδευση. Η ποινή θα προκαλέσει αντιδράσεις από τον πολιτικό και πνευματικό κόσμο της χώρας. Μεταξύ των υποστηρικτών του συγκαταλέγονται ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ο Στρατής Μυριβήλης και ο Κωστής Παλαμάς. Παρά ταύτα, ο Βάρναλης θα απολυθεί τελικά από την εκπαίδευση (1926).

Απολυμένος, στρέφεται στη δημοσιογραφία και φεύγει για το Παρίσι και πάλι, ως ανταποκριτής της εφημερίδας Πρόοδος. Το 1927 επιστρέφει στην Αθήνα και εκδίδει το αντιπολεμικό του έργο Σκλάβοι πολιορκημένοι, που θεωρείται η ωριμότερη ποιητική του σύνθεσηΑσχολείται βιοποριστικά με τη σύνταξη λημμάτων σε εγκυκλοπαιδικά λεξικά και συνεργάζεται με πολλές εφημερίδες και περιοδικά (Πρόοδος, Ανεξάρτητος, Ριζοσπάστης, Πρωία, Προοδευτικός, Φιλελεύθερος, Αυγή, κ.α.). Το 1929 παντρεύεται την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1930 αφορίζεται για το Φως που καίει από την Ιερά Σύνοδο της Ελλάδας και ο αφορισμός αυτός θα αποτελέσει το τελικό έναυσμα για την αναθεωρημένη επανέκδοση του έργου, το 1933. Το 1931 εκδίδει την Αληθινή απολογία του Σωκράτη, σε πεζό λόγο, στην οποία κορυφώνεται η συναίρεση του λυρικού, δραματικού και σατιρικού στοιχείου που συνιστά την ιδιαιτερότητα του βαρναλικού ύφουςΤο 1934 παίρνει μέρος στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα, ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων και τον επόμενο χρόνο εξορίζεται, με εντολή του Κονδύλη, στη Λέσβο και τον Αη Στράτη. Μετέφρασε πολλά έργα αρχαίων και νεότερων κλασικών (Αριστοφάνη, Ευριπίδη, Ξενοφώντα, Σοφοκλή, Κορνέιγ, Μολιέρο, Ρακίνα, Φλωμπέρ). Έργα του περιλαμβάνονται σε πολλές ανθολογίες της Ευρώπης και της Αμερικής, ενώ στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες πραγματοποιήθηκαν πολλές αυτοτελείς εκδόσεις τους. Το 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 του απονεμήθηκε το βραβείο Λένιν. Πέθανε τον Δεκέμβριο του 1974. Η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης και η παλλαϊκή κηδεία του σηματοδότησε τη Μεταπολίτευση. Μετά το θάνατό του, κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή Οργή λαού (φιλ. επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη)την οποία είχε γράψει στη διάρκεια της δικτατορίας, και τα Φιλολογικά Απομνημονεύματά του (φιλ. επιμέλεια Κ. Γ. Παπαγεωργίου).

       
[…]
Όσο σωστές και να είναι οι βιογραφικές πληροφορίες, που δίνουνε για μένα οι «Νέοι Πρωτοπόροι», δεν εξαντλούνε την... ιστορία μου. Αφήνω, πως μερικές είναι και λαθεμένες. Γι’ αυτό αποφάσισα να ιστορήσω μονάχος μου τα διάφορα περιστατικά της ζωής μου και μάλιστα της ψυχολογικής και πνευματικής μου εξελίξεως, όσα θα μπορούσανε να έχουν ενδιαφέρον για τους αναγνώστες.
[…]
Η αυτοβιογραφία είναι από φυσικό της ζόρικο πράμα. Πόσο πιο εύκολο είναι να «φκιάνει» κανείς ο ίδιος τη ζωή των άλλων σα συγγραφέας με τα δεδομένα της δικής του πείρας και με τη βοήθεια της φαντασίας του και των ποικίλων τεχνικών μέσων που διαθέτει. Ενώ στην αυτοβιογραφία η βοήθεια της φαντασίας και της λεύτερης δημιουργίας κάνει το μεγαλύτερο κακό στην ιστορικότητα των γεγονότων. Έπειτα είναι και ο κίνδυνος του φιλότιμου, που μπορεί να παρασύρει τον αυτοβιογραφούμενο στο να «διορθώνει» την πραγματικότητα. Άνθρωποι είμαστε! Ο καθένας παραδέχεται τον εαυτό του για κάτι εξαιρετικό φαινόμενο. Είναι το κέντρο του κόσμου του. Λείπει η ανώτερη εποπτεία των πραγμάτων και η αμφιβολία. Και τούτοι οι εγωλάτρες αν είναι κατά κανόνα μικροί άνθρωποι, είναι όμως ευτυχισμένοι. Τους ζηλεύω.
Ευτυχώς ο υποφαινόμενος αμφιβάλλει περισσότερο για τον εαυτό του από όσο οι καλοπροαίρετοι φίλοι του εχτιμούνε. Και βρίσκει μοναδική ηδονή στο να σατιρίζει μοναχός του τα κουσούρια του και τα λάθη του.
Κώστας Βάρναλης
Απόσπασμα από τα Φιλολογικά Απομνημονεύματα, Κέδρος, 1980
Φιλολογική επιμέλεια: Κώστας Γ. Παπαγεωργίου
Οι φωτογραφίες του συγγραφέα είναι από τα βιβλία
Φιλολογικά απομνημονεύματα και Τα πενηντάχρονα του έργου του, εκδόσεις Κέδρος
και από το Αρχείο Κώστα Βάρναλη της Γενναδείου Βιβλιοθήκης.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ | 140 χρόνια από τη γέννησή του | Εκδόσεις Κέδρος ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ | 140 χρόνια από τη γέννησή του | Εκδόσεις Κέδρος Reviewed by Dominica on Φεβρουαρίου 14, 2024 Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Εικόνες θέματος από sndr. Από το Blogger.